- επινάστιος
- ἐπινάστιος, -ον (Α)μέτοικος, έποικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-νάστιος (< θ. νασ- τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε-νασ-θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα-νάστιος)].
Dictionary of Greek. 2013.